Αρχιτεκτονική
Οικία Βαρβαρέσσου – Κύρια όψη – Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης Ζ.177, Φωτογράφιση έργων Θάλεια Κυμπάρη
Έλληνες και ξένοι αρχιτέκτονες
Ξένοι αρχιτέκτονες
Carl Friedrich Schinkel, 1781-1841
Γεννήθηκε στο Neuruppin στο Brandenburg (Γερμανία). Ήταν ο πιο σημαντικός αρχιτέκτονας του Νεοκλασικισμού στην Πρωσία. Σπούδασε στην Ακαδημία του Βερολίνου, κοντά στον Friedrich David Gilly. Υπήρξε υποστηρικτής της Ελληνικής Αναβίωσης. Διακρίθηκε για το θεωρητικό του έργο, όπως και για τα αρχιτεκτονικά προσχέδια -ανεκτέλεστα σχέδιά του πολλών κτιρίων. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται και η πρότασή του για τη μετατροπή της Αθηναϊκής Ακρόπολης σε βασιλικό ανάκτορο για το νέο Βασίλειο της Ελλάδας.
Τα διασημότερα κτήριά του βρίσκονται στην περιοχή του Βερολίνου: το Neue Wache, το Εθνικό Μνημείο για τους Απελευθερωτικούς Πολέμους, το Schauspielhaus στο Gendarmenmarkt, το οποίο αντικατέστησε το προηγούμενο θέατρο που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1817, και το Μουσείο Altes στο νησί των Μουσείων, κ.α
Ernst Ziller, 1837-1923
Γεννήθηκε στo Radebeul της Σαξονίας. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και διατηρούσε μια κατασκευαστική εταιρεία -από τα εννέα του αδέλφια, είχε τέσσερεις αδελφούς, οι οποίοι και ασχολήθηκαν επίσης με την αρχιτεκτονική. Ύστερα από την αποφοίτησή του από τη Βασιλική Σχολή Οικοδομικών Κατασκευών (Dresden Academy of Fine Arts) το 1858, προσελήφθη στο γραφείο του Th. Hansen στη Βιέννη, όπου και εργάστηκε για ένα περίπου χρόνο. Το 1861 ταξίδεψε στην Αθήνα μαζί με τον Th. Hansen, προκειμένου να αναλάβει την επίβλεψη του κτιρίου της Ακαδημίας. Επέστρεψε στη Βιέννη το 1864, ωστόσο το 1868 γύρισε οριστικά στην Αθήνα για να εργαστεί ως ανεξάρτητος αρχιτέκτονας αναλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό παραγγελιών για την ανέγερση δημοσίων κτιρίων, καθώς και ιδιωτικών κατοικιών και επαύλεων. Παράλληλα ασχολήθηκε με αρχαιολογικές ανασκαφές και μελέτες, από τις οποίες εμπνεύστηκε τα διακοσμητικά στοιχεία για τις κατοικίες του. Στο διάστημα 1872-1883 δίδαξε στο Σχολείο των Τεχνών, καταλαμβάνοντας την έδρα της Αρχιτεκτονικής.
Το 1875 αγόρασε στην Καστέλλα (Πειραιά) μια -τότε- ακατοίκητη έκταση, όπου και κατασκεύασε την “Συνοικία Τσίλλερ” ή “Συνοικία των Επαύλεων” προς εκμετάλλευση. Η αρχιτεκτονική του άφησε το στίγμα της στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου. Από τα πιό αντιπροσωπευτικά έργα του είναι: το σημερινό το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο, το Ιλίου Μέλαθρον, κατοικία του Ερρίκου Σλήμαν (σημερινό Νομισματικό Μουσείο Αθηνών), το Βασιλικό Θέατρο (σημερινό Εθνικό Θέατρο), το Μέγαρο Σταθάτου, η Έπαυλη του Νικολάου Θων (Thon), το Μέγαρο Μελά στην οδό Αιόλου, το Παλαιό Χημείο, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, τα ξενοδοχεία “Μέγας Αλέξανδρος” και “Μπάγκειον”, οι Οικίες Πατσιάδου στην Πλατεία Αλεξάνδρας, η Οικία Σπυρίδωνος Μεταξά στον Πειραιά, η οικία του στην οδό Μαυρομιχάλη, κ.α.
Theophil Hansen, 1813-1891
Ο Theophil Hansen γεννήθηκε στην Κοπενχάγη (Δανία). Νεώτερος αδελφός του Christian Hansen. Σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Ακαδημία της Κοπενχάγης και μαθήτευσε κοντά στον Karl Friedrich Schinkel. Το 1838 ήρθε στην Αθήνα έπειτα από πρόσκληση του αδελφού του.
Σχεδίασε τα δύο από τα τρία κτίρια της Νεοκλασικής Αθηναϊκής τριλογίας, τη Σιναία Ακαδημία (Ακαδημία Αθηνών) και τη Βαλλιάνειο Εθνική Βιβλιοθήκη (το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν έργο τού αδελφού του Christian Hansen), το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το μέγαρο Δημητρίου (σημερινή Μεγάλη Βρετανία), κ.α. Διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών (1840-1843). Επίσης βραβεύτηκε για την αποκατάσταση του μνημείου του Λυσικράτους. Το 1846 έφυγε οριστικά από την Αθήνα για τη Βιέννη, όπου έγινε ιδιαίτερα γνωστός για έρα όπως: το Κοινοβούλιο, την Ακαδημία Καλών Τεχνών, το Ιστορικό-Στρατιωτικό Μουσείο, το Χρηματιστήριο, κ.α.
Christian Hansen, 1803-1883
Ο Christian Hansen γεννήθηκε στην Κοπενχάγη (Δανία). Εκεί σπούδασε στην Royal Danish Academy of Fine Arts από το 1816, σε ηλικία μόλις 13 ετών. Συμμετείχε σε αρχιτεκτονικού διαγωνισμούς, όπου τιμήθηκε με χρυσό και αργυρό βραβείο. Το 1831 κέρδισε το Α’ βραβείο, όπου το Χρυσό μετάλλιο από την Ακαδημία αφορούσε σε μια υποτροφία εξωτερικού. Ξεκίνησε ένα ταξίδι στην Ιταλία αρχικά, όπου και παρέμεινε για δύο χρόνια, ενώ το 1838 έφτασε στην Ελλάδα, γιά να μελετήσει τα μνημεία της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Δίδαξε ως καθηγητής στο Πολυτεχνικό Σχολείο της οδού Πειραιώς (1837-1843). Από την Ελλάδα έφυγε οριστικά το 1850.
Το 1857 εγκαταστάθηκε πίσω στην Κοπενχάγη, όπου και ανέλαβε τη θέση του καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ παράλληλα εργαζόταν και ως επιθεωρητής δημοσίων κτιρίων. Στα χρόνια παραμονής του στην Αθήνα, εκπόνησε τις μελέτες για σημαντικά δημόσια κτίρια, όπως το Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, το Οφθαλμιατρείο, το Μέγαρο Καντακουζηνού στο Μεταξουργείο και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, όπως και μνημεία (Αλ. Υψηλάντη στο Πεδίον του Άρεως, Ν. Δούκα στο πάρκο της Ριζαρείου) κ.α. Στην πατρίδα του ανεγέρθηκαν βάσει σχεδίων του, μεταξύ άλλων κτηρίων, το Δημοτικό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης.
Eduard Schaubert, 1804-1860
Γεννήθηκε στο Bresslau/Wrocklaw της σημερινής νοτιοδυτικής Πολωνίας. Εκεί ξεκίνησε τις σπουδές του, για να συνεχίσει το 1825 στην Αρχιτεκτονική της Βασιλικής Τεχνικής Ακαδημίας του Βερολίνου (Bauakademie), όπου μαζί με τον Σταμάτη Κλεάνθη μαθήτευσε πλάι στον Karl Friedrich Schinkel. Ύστερα από την αποφοίτησή του (1829), ταξίδεψε στην Ιταλία και λίγο αργότερα προσελήφθη μαζί με τον Στ. Κλεάνθη από τον Ι. Καποδίστρια ως αρχιτέκτονας της Κυβέρνησης. Ανέλαβαν την εκπόνηση του Σχεδίου Αθηνών, το οποίο όμως αναθεωρήθηκε από τον L. von Klenze. Επίσης συνέταξε μαζί με τον Στ. Κλεάνθη το πολεοδομικό σχέδιο του Πειραιά και της Ερέτριας. Το 1834 διέκοψε τη συνεργασία του με τον Στ. Κλεάνθη και ανέλαβε τη θέση του διευθυντή της Αρχιτεκτονικής Υπηρεσίας Αθηνών του Υπουργείου Εσωτερικών (1834-1843). Ακολούθως προσελήφθη ως υπάλληλος από το Βασιλικό Μουσείο του Βερολίνου στην Αθήνα ως υπεύθυνος για τα έργα των ανασκαφών και των αναστηλώσεων στην Ακρόπολη, έως το 1850, που επέστρεψε στη γενέτειρά του.
Leo von Klenze, 1784-1864
Γεννήθηκε στο Bocla, στην Κάτω Σαξονία. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Βερολίνο υπό τον Friedrich Gilly, και μαθήτευσε στο Παρίσι κοντά στους Charles Percier και Pierre François Léonard Fontaine. Το 1816 ξεκίνησε να εργάζεται ως αρχιτέκτονας στην αυλή του Λουδοβίκου Α’, επανασχεδιάζοντας το κέντρο του Μονάχου με κλασικιστικά μορφολογικά στοιχεία. Η Glyptothek, η Alte Pinakothek, το παλάτι Residenz – Königsbau, η Mονόπτερος στον Englischer Garten, τα Propyläen, συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτά, όπως και ο ναός της Walhalla κοντά στο Regensburg.
Το 1834 του ανατέθηκε από τον Όθωνα η αναθεώρηση του σχεδίου πόλης των Αθηνών (σε αντικατάσταση του πολεοδομικού σχεδίου των Κλεάνθη και Schaubert). Υλοποιημένο έργο του είναι ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Σε αυτόν αποδίδεται το ενδιαφέρον για την καταγραφή των αρχαιοτήτων της Ελλάδας, καθώς και η έναρξη των αναστηλωτικών εργασιών στην Ακρόπολη. Υπήρξε εκτός από αρχιτέκτονας και ζωγράφος & συγγραφέας, εκπροσωπώντας την ρομαντική έκφραση του Ιστορικισμού (εστιάζοντας στην αναβίωση του αρχαίου ελληνικού ρυθμού).
Friedrich von Gärtner, 1792-1847
Γεννήθηκε στο Koblenz (νοτιοδυτική Γερμανία). Λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισε στο Μόναχο (1804), όπου και έλαβε τα πρώτα μαθήματα για την σπουδή της Αρχιτεκτονικής από τον επίσης αρχιτέκτονα πατέρα του. Εκπαιδεύτηκε εν συνεχεία από τον K. von Fischer (1808–12) στο Μόναχο, τον Weinbrenner στην Karlsruhe (1812–13) και τους Charles Percier και Pierre François Léonard Fontaine στο Παρίσι, όπου μετέβη το 1812. Δύο χρόνια αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη των αρχαιοτήτων (1814-1817). Το 1820 διορίστηκε καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Ακαδημία του Μονάχου και από το 1842 διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Μόναχο.
Ο Gärtner εκπροσώπησε τον γερμανικό Ιστορικισμό επί Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας (1825-1848). Υλοποίησε μια σειρά από έργα κατα μήκος της κεντρικής λεωφόρου Ludwigstrasse στο Μόναχο επηρεασμένος από την μεσαιωνική αρχιτεκτονική της Φλωρεντίας και την Ιταλική Ρωμανική Αρχιτεκτονική, συνδυάζοντας κλασικά στοιχεία. Tαξίδεψε στην Ελλάδα μαζί με το Λουδοβίκο (1835), όπου εκπόνησε το ρυμοτομικό σχέδιο της πλατείας Συντάγματος και παρουσίασε την πρόταση για το νεοκλασικό ανάκτορο του Όθωνα, τη σημερινή Ελληνική Βουλή (1836-1841).
François-Louis-Florimond Boulanger, 1807-1875
Γεννήθηκε στο Douai (Γαλλία). Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην École des Beaux-Arts (1830-36) του Παρισιού. Το 1836 του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο σε σπουδαστικό διαγωνισμό, κερδίζοντας υποτροφία (Grand Prix de Rome) για τη Σχολή της Ρώμης. Tαξίδεψε στην ιταλική πρωτεύουσα, όπου και ασχολήθηκε με σχέδια αποτυπώσεων, ανασκαφών και αποκαταστάσεων αρχαίων µνηµείων. Το 1845 μετέβη στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε για 30 περίπου χρόνια.
Στα πρώτα του έργα συγκαταλέγεται η αναστηλωση της Σωτείρας Λυκοδήμου μαζί με τον στρατιωτικό μηχανικό Τηλέμαχο Βλασσόπουλο. Την περίοδο 1866-67 ασχολήθηκε με την αποκατάσταση του μνημείου του Λυσικράτους σε συνεργασία με τον Th. Hansen. Συνέβαλε επίσης στην ολοκλήρωση της Μητρόπολης των Αθηνών, που είχε θεμελιωθεί με βάση τα σχέδια του Chr. Hansen. O Boulanger εκπόνησε μεταξύ άλλων και τα αρχικά σχέδια για το Ζάππειο Μέγαρο, που ωστόσο τροποποιήθηκαν από τoν Th. Hansen, καθώς και τον Πύργο της Βασιλίσσης (Αμαλίας) στο Τατόι, κτίσμα γοτθικού ρυθμού, που μιμείται το ανάκτορο του αδελφού του Όθωνα στο Hochenschwangau (Γερμανία).
Wilhelm von Weiler, (~1800-?)
Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για το έτος γέννησης και θανάτου του. Βαυαρός στρατιωτικός, λοχαγός του Μηχανικού της συνοδείας του Όθωνα, από τους πρώτους που στελέχωσαν στα 1834 το νεοσύστατο αρχιτεκτονικό τμήμα του υπουργείου Εσωτερικών στην Αθήνα. Αρχικά εκπόνησε σχέδια για την τοπογράφηση της νέας πρωτεύουσας.
Έργα του είναι το πρώτο στρατιωτικό νοσοκομείο στου Μακρυγιάννη (κτίριο Weiler), επηρεασμένος από τον γερμανικό νεορομαντισμό, το κτίριο του λοιμοκαθαρτηρίου στη Σύρο, καθώς και το ρυμοτομικό σχέδιο της Ερμούπολης (1837), και λιμενικά έργα. Εκτός από τα αρχιτεκτονήματα που σχεδίασε, διασώζονται και ζωγραφικά του έργα.
Έλληνες αρχιτέκτονες, που υιοθέτησαν στα έργα τους το Νεοκλασικισμό
Ιωάννης Λαζαρίμος, 1849-1913
Γεννήθηκε στον Πειραιά, αν και η οικογένειά του καταγόταν από την Ύδρα, όπου ήταν από τις πιο εύπορες στην τοπική κοινωνία. Σπούδασε Χωρομετρία στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας και στη συνέχεια Αρχιτεκτονική, στην École des Beaux-Arts του Παρισιού με υποτροφία και στη Γερμανία (Μόναχο/Βερολίνο). Το 1877 γύρισε στην Ελλάδα και εργάστηκε αρχικά ως προσωρινός μηχανικός στο Δήμο Πειραιά και στο λιμένα της πόλης, ενώ αργότερα προβιβάστηκε στη θέση του Δημοτικού αρχιτέκτονα.
Ανάμεσα στα σημαντικά έργα που υλοποίησε στο ρυθμό κυρίως του Κλασικισμού, περιλαμβάνονται το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, οι ναοί των ισαγίων Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στην πλατεία Κοραή και ο ναός του Αγίου Νικολάου των Υδραίων, σχολικά κτίρια (Γυμνάσιο Πειραιώς, Zάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων), λιμενικά έργα, πλατείες (Πλατεία Κοραή) κ.ά. Το 1878 διορίστηκε καθηγητής Τοπογραφίας στο Πολυτεχνείο (τότε Σχολείο των Τεχνών και αργότερα Σχολείο των Βιομηχάνων Τεχνών), θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, ενώ το διάστημα 1888-1902 διετέλεσε και υποδιευθυντής.
Σταμάτης Κλεάνθης, 1802-1862
Γεννήθηκε στο Βελβενδό Κοζάνης. Φοίτησε αρχικά στην Κοινοτική Σχολή Βελβεντού, αλλά σε εφηβική ηλικία μετέβη στο Βουκουρέστι (Ρουμανία), όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ελληνική Σχολή (1821). Τον ίδιο χρόνο κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο του Αλ. Υψηλάντη. Ύστερα από την εξόντωση του στρατεύματος, κατά την οποία συνελήφθη από τους Τούρκους, διέφυγε στη Βιέννη και μετά στη Λειψία. Ενεγράφη στην Αρχιτεκτονική Σχολή, αλλά μεταπήδησε στην Ακαδημία Αρχιτεκτονικής του Βερολίνου, που βρισκόταν υπό την εποπτεία του Karl Friedrich Schinkel.
Το 1828 ταξίδεψε στην Ελλάδα μαζί με τον συνάδελφό του Ed. Schaubert, καθώς ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τους ανέθεσε ως αρχιτέκτονες της Κυβέρνησης τη σύνταξη του πολεοδομικού σχεδίου των Νέων Αθηνών (Μάιος 1832). To σχέδιο υπεβλήθη ένα χρόνο μετά, όμως δεν τέθηκε τελικά σε εφαρμογή γιατί κρίθηκε ως πολυδάπανο και αργότερα τροποποιήθηκε από τους Klenze, Hoch και Gärtner. Το 1834 συνέταξαν συνέταξαν μαζί με τον Schaubert το πολεοδομικό σχέδιο του Πειραιά και της Ερέτριας.
Ο Κλεάνθης σχεδίασε μεγάλο αριθμό ιδιωτικών κατοικιών και δημοσίων κτιρίων σε λιτό νεοκλασικό ρυθμό, όπως: το παρά τον Ιλισσό μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας (σημερινής ιδιοκτησίας του Βυζαντινού Μουσείου), ο πύργος της Δουκίσσης Πλακεντίας στη Πεντέλη ή “Καστέλλον της Ροδοδάφνης”, η διαμορφωμένη από τον ίδιο οικία του στην Πλάκα, ο Γοτθικός ναός για την Αγγλικανική παροικία στην οδό Φιλελλήνων, κ.α.
Λύσανδρος Καυταντζόγλου, 1811-1885
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από επιφανή οικογένεια. Το 1821 σε νεαρή ηλικία φυγαδεύτηκε στη Μασσαλία (Γαλλία) για να γλυτώσει τους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου και σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά (1824 – 1836), αποσπώντας σημαντικά βραβεία. Τα χρόνια που ακολούθησαν διακρίθηκε ως αρχιτέκτονας, γινόμενος μέλος των Ακαδημιών σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1843. Ένα χρόνο μετά ανέλαβε τη θέση του Διευθυντή του ιδρυθέντος Σχολείου των Τεχνών στο Πολυτεχνείο, έως την παραίτησή του κατά την έξωση του Όθωνα (1862), του οποίου υπήρξε οπαδός.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται για τον αυστηρό Κλασικισμό τους, ενώ ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα που επέδειξε για τη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική. Ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγονται τα: το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην οδό Πατησίων, το Οφθαλμιατρείο Αθηνών στην οδό Πανεπιστημίου (σε αρχικά σχέδια του Th. Hansen), το Αρσάκειο, ο ναός της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου, ο ιερός καθολικός ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου επί της ομώνυμης οδού, ο ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο παλαιός ναός του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα και άλλα ιδιωτικά έργα.
Παναγής Βρετός Κάλκος, 1818-1875
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 1837 μετέβη στο Μόναχο, όπου και σπούδασε με υποτροφία του βασιλιά Όθωνα στην Αρχιτεκτονική Ακαδημία (1837-1842), ενώ συνέχισε μετά τις σπουδές του στο Παρίσι. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, διορίστηκε στο Υοπυργείο Εσωτερικών και συμμετείχε στην οικοδόμηση των Παλαιών Ανακτόρων, της Μητρόπολης Αθηνών και σε άλλα έργα, ενώ υλοοπίησε και αποτυπώσεις στο Ερέχθειο σε σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Εταιρεία.
Ήταν μέλος της επιτροπής που συγκροτήθηκε το 1860 με πρωτοβουλία του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων για τη χάραξη τοπογραφικού σχεδίου της πρωτεύουσας. Ανάμεσα στα κτίρια που σχεδίασε, συγκαταλέγονται το Βαρβάκειο Λύκειο (γυμνάσιο αρρένων), το μέγαρο του Βουλευτηρίου (σημ. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο), το αρχικό κτήριο του παλαιού μουσείου Ακρόπολης, το Δημαρχείο της Αθήνας, το Δημοτικό Βρεφοκομείο, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κ.α.
Έλληνες αρχιτέκτονες, που στο έργο τους χρησιμοποίησαν στοιχεία Εκλεκτικιστικής μορφολόγησης
Πάνος Καραθανασόπουλος, …-1925
Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τον Π. Καραθανασόπουλο. Δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία γεννήσεώς του, ενώ ο θάνατός του τοποθετείται στο 1925. Υπήρξε μαθητής του E. Ziller. Δραστηριοποιήθηκε στην Αθήνα στις αρχές του 20ου αι., σχεδιάζοντας μια σειρά από μεγαλοπρεπή κτίρια στην πρωτεύουσα, αλλά και σε άλλες πόλεις: το ξενοδοχείο “Ακταίον” στο Φάληρο, σχεδιασμένο με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της Βιεννέζικης Σχολής του Αναγεννησιακού Κλασικισμού, ακολουθώντας τα πρότυπα τον «Πάλας» των ευρωπαϊκών λουτροπόλεων, το κτίριο της “Πρωίας” του Ι. Πεσμαζόγλου, όπου στο ισόγειο βρισκόταν και το φαρμακείο Δαμβέργη – ονομαστό για τις ξυλόγλυπτες επενδύσεις του (στην οδό Πανεπιστημίου 39, σήμερα κατεδαφισμένο), τη βίλα Μαργαρίτα σε γοτθικό ρυθμό (στη διασταύρωση των σημερινών οδών Βασ. Σοφίας και Μεσογείων, επίσης κατεδαφισμένη), τη νεοκλασική Αγορά του Άργους, κ.α.
Αλέξανδρος Νικολούδης, 1874-1944
Γεννήθηκε στη Λέρο. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην École des Beaux-Arts του Παρισιού, από όπου αποφοίτησε το 1905. Ο ακαδημαϊσμός και η αριστοκρατική προσέγγιση της Τέχνης, που χαρακτήριζαν τη Σχολή, επηρέασαν καθοριστικά τη μετέπειτα επαγγελματική πορεία του. Πιστός οπαδός του γαλλικού νεομπαρόκ, εξάσκησε το επάγγελμα του αρχιτέκτονα στην Ελλάδα με σταθερή προσήλωση στα ευρωπαϊκά πρότυπα των σπουδών του. Συνδύασε στο πρόσωπό του τέσσερις ρόλους, άρρηκτα συνδεδεμένους με την εξουσία, του ελεύθερου επαγγελματία, του καθηγητή (διορίστηκε τακτικός καθηγητής στην Έδρα Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων και Διακοσμητικής της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ το 1918), του επιχειρηματία και του συμβούλου του κράτους, αναπτύσσοντας στενή σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Συνέβαλε καθοριστικά στην οικιστική φυσιογνωμία της Αθήνας κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, σε μια περίοδο μετάβασης από το Νεοκλασικισμό στο Μοντερνισμό, εκφράζοντας επιτυχώς τις απαιτήσεις μιας ανερχόμενης αστικής τάξης στην Ελλάδα. Ανάμεσα στα έργα του, που χαρακτηρίζονται γιά την εκλεκτικιστική τους μορφολόγηση. συγκαταλέγονται τα: Μέγαρο Λιβιεράτου (Πατησίων και Ηπείρου, Αθήνα), Κινηματογράφος “Αττικόν”, Σαρόγλειο Μέγαρο (Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων) (Βασιλίσσης Σοφίας και Ρηγίλλης, Αθήνα), Διεθνές ξενοδοχείο “Μέγαρο Βάττη” (Ακτή Μιαούλη και Μπουμπουλίνας, Πειραιάς), Στοά Νικολούδη (στοά μεταξύ των οδών Πανεπιστημίου και Σταδίου, Αθήνα), αλλά και το Πολεοδομικό σχέδιο Ψυχικού, η διαμόρφωση του Ιπποδρόμου στο Φάληρο, το Ηρώο Μεσολογγίου κ.α.
Νικόλαος Ζουμπουλίδης, 1888-1969
Γεννήθηκε στη Σινασό της Καππαδοκίας. Σπουδασε στην Αυτοκρατορική Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1908 ως αρχιτέκτονας. Λίγο αργότερα ταξίδεψε στο Βερολίνο, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο Technische Hochschule (1910-1912). Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου αρχικά εργάστηκε ως μηχανικός στο Δήμο Βόλου (1915-1917), ενώ τα επόμενα τρία χρονια συμμετείχε ως βοηθός του Αριστείδη Μπαλάνου στα έργα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (ΕΤΕ) και στο Νοσοκομείο ‘Ευαγγελισμός’ (1917-1920).
Το 1920 διορίστηκε στη Τεχνική Υπηρεσία της ΕΤΕ, την οποία και διηύθυνε από το 1927 σχεδιάζοντας υποκαταστήματα στο πλαίσιο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος της Εθνικής Τράπεζας κατά το μεσοπόλεμο σε όλη την Ελλάδα. Συμμετείχε με τον A. Evans στις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κρήτη, ενσωματώνοντας διακοσμητικά μοτίβα του Μινωικού και Μηκηναϊκού πολιτισμού σε κτίρια που σχεδίασε, παράλληλα με τα στοιχεία του Κλασικισμού των αρχών του 20ου αι. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του προαστίου της Φιλοθέης και σχεδίασε επίσης τον οικισμό Σαρωνιδα στην Ανάβυσσο. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται και υποκαταστήματα της ΕΤΕ στον Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Γιάννενα, Ναύπλιο, Μυτιλήνη, Τράπεζα της Ελλάδος στην Αθήνα, κ.α.
Βασίλης Τσαγρής, 1882-1941
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Το 1901 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, καθώς εισήχθη στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Αποφοιτώντας μόλις το 1904, προσελήφθη στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων, εργαζόμενος παράλληλα στο γραφείο του Π. Ζίζηλα. Το 1910 μετακόμισε στην Βιέννη, όπου και εργάστηκε σε αρχιτεκτονικό γραφείο, ερχόμενος σε επαφή με το Jugendstil και την αρχιτεκτονική του Otto Wagner, επιρροές που θα είναι εμφανείς μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1920).
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την μεταβατική μορφολογία/ρυθμολογία του Εκλεκτικισμού, λίγο πρίν την εμφάνιση του μοντέρνου κινήματος στη νεοελληνική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου. Θεωρείται ο δημιουργός ενός ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ιδιώματος, του λεγόμενου «στιλ Τσαγρή», που χαρακτήριζε κτίρια της δεκαετίας του ’20 στην Αθήνα, εκπροσωπώντας την αστική Αθηναϊκή κοινωνία και το άνοιγμα της προς το Παρίσι, τη Βιέννη και άλλες πρωτεύουσες. Ανάμεσα στα έργα του συμπεριλαμβάνονται η Ένωση Ξένων Ανταποκριτών (Ακαδημίας 23), το Μέγαρο Εφεσίου (Σταδίου 28), η Σχολή Κινηματογράφου Σταυράκου (Ιουλιανού 26), ο κινηματογράφος Χάιλαιφ στον Πειραιά κ.α.