Σύντομο ιστορικό
Στα προϊστορικά χρόνια (2600-2000 π.Χ.) ο Πειραιάς ήταν ένα μικρό λοφώδες νησάκι ανάμεσα στην Αττική και την Σαλαμίνα. Οι φυσικοί του όρμοι δέχτηκαν τα πλεούμενα των πρώτων κατοίκων της Αττικής, και όταν το νησάκι ενώθηκε με την ενδοχώρα και μετατράπηκε σε χερσόνησό της, τότε οι όρμοι έγιναν τα λιμάνια της Αθήνας. Από τούτο το σημείο και μετά ο Πειραιάς θα ενώσει την μοίρα του με αυτήν της Αθήνας. Στα κλασικά χρόνια έγινε το ορμητήριο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας προς την εμπορική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχίας της στον κόσμο της κλασικής αρχαιότητας.
Το φυσικό λιμάνι της Ζέας (Πασαλιμάνι) ήταν ο κεντρικός πολεμικός ναύσταθμος της αρχαίας Αθήνας, όπως μαρτυρούν τα σημερινά υπολείμματα των νεωσοίκων. Το λιμάνι της Μουνιχίας (Μικρολίμανο) ήταν επίσης πολεμικός ναύσταθμος και έδρα των δύο ιερών πλοίων της Αθήνας. Τα απαραίτητα ναυτικά οικοδομήματα (ναυπηγεία, νεώσοικους), καθώς και όλα τα σχετικά οικήματα ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, είχαν τοποθετηθεί στην περιοχή των δύο λιμανιών, ακολουθώντας ένα ορθολογιστικό τρόπο ανάπτυξης. Στη θέση του σημερινού κεντρικού λιμανιού βρισκόταν το αρχαίο εμπορικό λιμάνι, το Εμπόριον ( έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι το τμήμα των λιμανιών το οποίο ήταν προορισμένο για την εξυπηρέτηση των εμπορικών σκοπών).
Η μεγάλη εμπορική δραστηριότητα του αρχαίου λιμανιού προσέλκυσε μεγάλο πληθυσμό ξένων εμπόρων (μέτοικοι), που η παρουσία τους έδινε στον Πειραιά ένα ιδιαίτερο «κοσμοπολιτικό» χαρακτήρα, σε αντίθεση με την πιο συντηρητική κοινωνία της Αθήνας. Αυτό αντανακλούσε γενικότερα στις πολιτικές και πολιτισμικές συμπεριφορές των αρχαίων Πειραιωτών. Η καταστροφή του Πειραιά από τους Ρωμαίους το 86 π.Χ. και η παρακμή της Αθήνας σαν κέντρο πολιτικής ή πολιτισμικής σημασίας μετέτρεψαν τον Πειραιά σε ασήμαντη πολίχνη και το λιμάνι του σε περιφερειακό λιμάνι στοιχειώδους εμπορικής δραστηριότητας και αλιέων.
Κατά την διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας (19ο αιώνα), ο Πειραιάς έγινε πεδίο μεγάλων μαχών μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων. Η εθνική ανεξαρτησία το 1824 και η ανάδειξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους το 1834 μετέτρεψαν τον Πειραιά σε μεγάλο λιμάνι της χώρας. Το δεύτερο μισό του 19ου αι. είναι μια περίοδος μοναδικής οικιστικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του Πειραιά: εκτός από μεγάλο λιμάνι, η πόλη αναπτύχθηκε οργανωμένα (το πολεοδομικό σχέδιο του Πειραιά εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Eduard Schaubert το 1834, ένα χρόνο αργότερα από το πολεοδομικό σχέδιο που οι ίδιοι είχαν μόλις υποβάλει για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας-σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε και που τροποποιήθηκε ακολούθως από τον Leo von Klenze) με αξιόλογη αρχιτεκτονική: δημόσια οικοδομήματα κοινωφελούς χρήσης, κατοικίες, αι αργότερα μεγαλοαστικά μέγαρα, καταστήματα, γραφεία, βιοτεχνίες, εργοστάσια, ξενοδοχεία, κ.α. συνθέτουν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της πόλης. Ο Πειραιάς εξελίχθηκε σταδιακά στο μεγάλο βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Η πληθυσμιακή του αύξηση είναι εκρηκτική, καθώς χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες συγκεντρώνονται στις νεοσύστατες γειτονιές του σε αναζήτηση οικονομικής τύχης.
Το 1922, τα κύματα των προσφύγων του μικρασιατικού Ελληνισμού θα διπλασιάσουν τον πληθυσμό του Πειραιά: χιλιάδες νέοι κάτοικοι, υψηλής κοινωνικής και πνευματικής περιουσίας, συγκεντρώθηκαν στην περιοχή. Ο Πειραιάς συνιστούσε πλέον την πιο δυναμική κοινωνία του νέου κράτους. Σε αυτήν την εξέλιξη έβαλε προσωρινό τέλος η καταστροφή του λιμανιού από τους Γερμανούς το 1941 κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο βομβαρδισμός του από τους Συμμάχους το 1944 και οι εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν την απελευθέρωση.
Από την δεκαετία του 1950 και μετά ο Πειραιάς γνώρισε νέα ανάπτυξη, άναρχη δυστυχώς και με σημαντικές επιπτώσεις για το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον του όμορφου λιμανιού και της πόλης, που προπολεμικά ήταν από τα ομορφότερα της Μεσογείου. Παρόλα αυτά, ο σημερινός Πειραιάς, σύγχρονο εμπορικό, ναυτιλιακό και βιομηχανικό κέντρο, φέρει αξιόλογο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό φορτίο, με το οποίο εξακολουθεί να συγκινεί τον σύγχρονο επισκέπτη.